- πώμαλα
- Αεπίρρ. βλ. πῶ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πώμαλα — indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώ — Α (δωρ. τ.) επίρρ. 1. από πού; («πῶ τις ὄνον ὠνασεῑται;» από πού θα αγοράσει κανείς όνο;, Σωφρ.) 2. πού; 3. φρ. «πῶ μάλα;» ή «πώμαλα» α) πού επιτέλους;, πού τελοσπάντων; β) (χωρίς ερώτηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πῶ έχει… … Dictionary of Greek